στρατοδίκης

στρατοδίκης
ο член военного трибунала

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στρατοδίκης" в других словарях:

  • στρατοδίκης — ο, Ν στρ. αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • στρατοδίκης — ο δικαστής στρατοδικείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καζασκέρης — ο (στην Τουρκία) στρατιωτικός δικαστής, στρατοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazasker] …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»